- επεμβάλλω
- ἐπεμβάλλω (AM) [εμβάλλω]μσν.(νομ.) φρ. ἐπεμβάλλω ἑμαυτόνπαρεμβάλλομαι, μεσολαβώ για ξένο χρέοςαρχ.1. τοποθετώ, βάζω επί πλέον («πρόσθεν γὰρ ἐπέμβαλε πῶμα πίθοιο», Ησίοδ.)2. συσσωρεύω λέξεις3. καταρρίπτω, γκρεμίζω προς τα μέσα («δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.)4. ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον («ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλη», Ευρ.)5. παρεμβάλλω («ὅτι πολλάκις έπεμβάλλομεν γράμματα»)6. αναμιγνύω συστατικά7. παρουσιάζω ξαφνικά («γῆς σωτῆρα σαυτὸν τῷδ' ἐπεμβάλλεις λόγῳ», Σοφ.)8. (για επιτύμβια πλάκα) αναγράφω το όνομα και άλλου νεκρού9. μέσ. (για γλυπτά) κάνω νέες προσθήκες («καὶ μείζω τοῡ δέοντος ἕκαστα τῶν ἔργων ἐπεμβαλλόμενοι βραδύνουσι», Πλάτ.)10. παθ. (για οπωροφόρα δέντρα) εμβολιάζομαι11. ωθώ12. (για ποταμό) χύνομαι μέσα σε άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.